ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
ος, ον :à tête d’or.Étymologie: χρυσός, κάρηνον.
χρῡσοκάρᾱνος: (κᾰ) златоглавый, т. е. златорогий (δόρκη Eur.).