διασαφηνίζω

Revision as of 06:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A make clear, X.Mem.3.1.11, Ap.1; τινὶ τὰ πεπραγμένα D.H.11.33, cf. Aët.13.15:—Pass., HeroBel.98.6:

German (Pape)

[Seite 601] dasselbe, Xen. Mem. 6, 1, 11 u. öfter; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διασᾰφηνίζω: ποιῶ τι σαφές, διευκρινῶ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 11, Ἀπολ. 1.

French (Bailly abrégé)

c. διασαφέω.

Spanish (DGE)

1 mostrar claramente, poner de manifiesto, explicar ταῦτα X.Mem.3.1.11, cf. Ap.1, Ξενοφάνης ... οὐθὲν διεσαφήνισεν Arist.Metaph.986b22, τὸ νόημα Gr.Nyss.Mort.60.7, τὸ ὅραμα Sibyll.Tib.6, cf. Aët.13.13, Sch.Pi.O.13.105, en v. pas. Hero Bel.98.6
c. interr. indir. ὅτου ἕνεκα τοὺς μὲν προτιμᾷ X.Lac.4.3.
2 informar, comunicar τῷ Οὐεργινίῳ τὰ πεπραγμένα D.H.11.33.

Greek Monolingual

βλ. διασαφώ.

Greek Monotonic

διασᾰφηνίζω: μέλ. -ίσω, καθιστώ κάτι αρκετά ξεκάθαρο, διευκρινίζω, επεξηγώ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διασᾰφηνίζω: Xen., Arst. = διασαφέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σαφηνίζω (helemaal) duidelijk maken, duidelijk laten zien.