διασαφώ

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

και διασαφηνίζω (AM διασαφῶ, -έω, διασαφηνίζω
Α και διασαφηνῶ, -έω)
1. καθιστώ κάτι σαφές, δείχνω φανερά
2. εκθέτω ή αποδεικνύω κάτι με σαφήνεια.