κακοπαθία

From LSJ
Revision as of 06:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

Greek (Liddell-Scott)

κακοπαθία: ἡ, Ἀττ. τύπος ἀντὶ κακοπάθεια, Meisterch. 42.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mieux que κακοπάθεια;
mauvais traitement, souffrance, vexation.
Étymologie: κακοπαθής.

Greek Monolingual

κακοπαθία, ἡ (Α)
βλ. κακοπάθεια.

Russian (Dvoretsky)

κακοπᾰθία: ἡ v. l. = κακοπάθεια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπαθία -ας, ἡ NT voor κακοπάθεια.