κατακάρφομαι

Revision as of 06:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monotonic

κατακάρφομαι: Παθ., ξεραίνομαι, πέφτω κάτω ξερός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κατακάρφομαι: засыхать, увядать: φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης Aesch. когда листва (древа жизни) уже увяла.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κάρφομαι verdorren.