κατάπλαστος
From LSJ
Greek Monolingual
κατάπλαστος, ἡ (Α) καταπλάσσω
κατάπλασμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπλαστος -η -ον, adj. verb. van καταπλάσσω, smeerbaar.
κατάπλαστος, ἡ (Α) καταπλάσσω
κατάπλασμα.
κατάπλαστος -η -ον, adj. verb. van καταπλάσσω, smeerbaar.