Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
καταπεπτηώς: Hes. part. pf. 2 к καταπτήσσω.
καταπεπτηώς -υῖα -ός ptc. perf. van καταπτήσσω.