γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
κοσμοποιΐα: ἡ сотворение или образование мира Arst.
κοσμοποιΐα -ας, ἡ [κοσμοποιός] schepping (boektitel).