κωματίζομαι

Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be in a state of κῶμα, Hp.Epid.7.11, Antyll. ap.Orib.10.19.7.

German (Pape)

[Seite 1544] an der Schlafsucht leiden, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κωματίζομαι: εὑρίσκομαι ἐν καταστάσει κώματος, Ἱπποκρ. 1213Α.

Greek Monolingual

κωματίζομαι (Α) κώμα
είμαι σε κατάσταση κώματος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωματίζομαι [κῶμα] perf. κεκωμάτισμαι, in coma zijn.