πάραρος

From LSJ
Revision as of 07:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

German (Pape)

[Seite 496] ion. πάρηρος, wie παρήορος, verrückt, unsinnig, wahnsinnig, Theocr. 15, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πάρᾱρος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. παρήορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήορος.

Greek Monotonic

πάρᾱρος: -ον, Δωρ. αντί παρήορος III, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πάρᾱρος: стяж. = παρήορος 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρᾱρος Dor. voor παρήορος.