προσαγγελία
English (LSJ)
ἡ,
A bringing of tidings, message, SIG567.8 (Calymna, iii B.C., Dor. ποτ-), Plb.5.110.11, 14.6.2; τῶν κακῶν προσαγγελίαι Plu.2.504f. II information laid against a person, IG9(2).1109.87(Coropa, ii B.C., pl.), TAM2.487 (Patara), OGI515.20, al. (Mylasa, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 747] ἡ, das Ankündigen, das Zubringen der Nachricht, die Nachricht; Pol. 5, 110, 11. 14, 6, 2; Plut. Num. 15.
Greek (Liddell-Scott)
προσαγγελία: ἡ, τὸ προσαγγέλειν, Πολύβ. 5. 110, 11., 14. 6, 2, Πλούτ. 2., 118F. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαγγελία· προσαγωγὴ» (delatio).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
nouvelle qu’on apporte.
Étymologie: προσαγγέλλω.
Greek Monolingual
ἡ, Α προσαγγέλλω
1. είδηση
2. πληροφορία εις βάρος ενός προσώπου.
Russian (Dvoretsky)
προσαγγελία: ἡ известие, сообщение Polyb., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσαγγελία -ας, ἡ [προσαγγέλλω] bericht.