προσωπολήμπτης

From LSJ
Revision as of 08:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Russian (Dvoretsky)

προσωπολήμπτης: v. l. = προσωπολήπτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσωπολήμπτης -ου, ὁ [πρόσωπον, λαμβάνω] partijdig.