προσωπολήμπτης
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Russian (Dvoretsky)
προσωπολήμπτης: v. l. = προσωπολήπτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσωπολήμπτης -ου, ὁ [πρόσωπον, λαμβάνω] partijdig.