συμπροΐημι

From LSJ
Revision as of 13:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek (Liddell-Scott)

συμπροΐημι: συμπροπέμπω, προπέμπω, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταβάλλω από κοινού με άλλον χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προΐημι «αφήνω, παραδίδω»].

Russian (Dvoretsky)

συμπροΐημι: выбрасывать вперед, проталкивать (τὴν ναῦν Arst.).