συνεπιπλέω

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιπλέω Medium diacritics: συνεπιπλέω Low diacritics: συνεπιπλέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΠΛΕΩ
Transliteration A: synepipléō Transliteration B: synepipleō Transliteration C: synepipleo Beta Code: sunepiple/w

English (LSJ)

   A join in a naval expedition, D.50.59.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιπλέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιπλέω ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιπλέω
συμμετέχω σε ναυτική εκστρατεία («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», Δημοσθ.).

Russian (Dvoretsky)

συνεπιπλέω: вместе плыть навстречу (неприятелю) Dem.