μαστιχάω

Revision as of 03:35, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A gnash the teeth, Ep. dat. part. μαστιχόωντι Hes.Sc. 389:—Med., gloss on μασταρίζειν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μαστῐχάω: (μάσταξ;) τρίζω τοὺς ὀδόντας, μόνον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389, Ἐπ. δοτ. μετοχ. μαστιχόωντι ἀντὶ μαστιχῶντι· πρβλ. μασταρύζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
grincer des dents.
Étymologie: μάσταξ.

Greek Monotonic

μαστῐχάω: (μάσταξ;), τρίζω τα δόντια μου, Επικ. μτχ. μαστιχόων, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μαστῐχάω: (только part. praes. μαστιχόων) скрежетать зубами (Hes. - v. l. μαστάζω и μαστιόω).

Frisk Etymological English

See also: s. μάσταξ