μαστάζω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
= μασάομαι, chew, eat, Nic.Th.918.
German (Pape)
= μασάομαι, kauen, Nic. Th. 916; Vetera Lexica.
Russian (Dvoretsky)
μαστάζω: Hes. = μασάομαι (v.l. к *μαστιχάω).
Greek (Liddell-Scott)
μαστάζω: μέλλ. -ξω, = μασάομαι, μασῶμαι, τρώγω, Νικ. Θ. 916.
Greek Monolingual
μαστάζω (Α)
μασώ, τρώγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάσταξ «στόμα, σαγόνι» (πρβλ. βαστάζω, κλαστάζω)].