ἐπαύξησις

Revision as of 20:38, 5 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A increase, increment, τῶν δικαίων Pl.Lg.957d; τῆς φορολογίας PTeb. 27.47 (ii B.C.); τῶν μέτρων Plu. Sol.15; εἰς τὴν ἐ. τῶν πολιτῶν to their profit, Plb.5.88.6.

German (Pape)

[Seite 906] ἡ, = ἐπαύξη, Plat. Legg. XII, 957 d; Vergrößerung, τῶν μέτρων Plut. Sol. 15. Bei Pol. 5, 88, 6 εἰς τὴν ἐπ. τῶν πολιτῶν = zum Nutzen der Bürger.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαύξησις: -εως, ἡ, αὔξησις τῶν δικαίων, Πλάτ. Νόμοι 957D· τῶν μέτρων Πλουτ. Σόλων 15· εἰς τὴν ἐπ. τῶν πολιτικῶν, εἰς ὠφέλειαν αὐτῶν, Πολύβ. 5. 88, 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
croissance, accroissement, agrandissement.
Étymologie: ἐπαυξάνω.

Greek Monotonic

ἐπαύξησις: -εως, ἡ, αύξηση, ανάπτυξη, μεγάλωμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαύξησις: εως ἡ
1) рост, увеличение, расширение (τῶν δικαίων Plat.; τῶν μέτρων Plut.);
2) выгода, польза, благо (εἰς τὴν ἐπαύξησιν τῶν πολιτῶν Polyb.).