εὐκόλως
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
French (Bailly abrégé)
adv.
avec une humeur facile, facilement;
Cp. εὐκολώτερον.
Étymologie: εὔκολος.
Russian (Dvoretsky)
εὐκόλως:
1) легко (φέρειν τὰς ἀτυχίας Arst.);
2) мирно, безмятежно (ζῆν Xen.);
3) просто, спокойно (εὐχερῶς καὶ εὐ. Plat.);
4) охотно: εὐ. ἔχειν πρός τι Lys., Plut. быть склонным к чему-л.