επίλαμπρος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Greek Monolingual
(I)
ο
ορθόπτερο έντομο της οικογένειας τών βλαττιδών.
(II)
ἐπίλαμπρος, -ον (Α)
λαμπρότατος, ένδοξος.