γεράζω
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
[Seite 484] ein Ehrengeschenk geben, VLL.
honrar, EM 82, 227.43G.
(I)
γερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αόρ.) εγέρασα του γερνώ, κατά τα ρ. σε -άζω].
(II)
γεράζω (Α) γέρας
απονέμω γέρας, τιμητικό βραβείο σε κάποιον.