κουράδι

From LSJ
Revision as of 13:20, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

(I)
το (Μ κουράδιον)
συμπαγές κόπρανο, στερεό αποπάτημα, περίττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρ-άδιον (υποκορ. του σκώρ, σκατός), με σίγηση του αρκτικού σ- και κώφωση].
(II)
το (Μ κουράδιον και κουράδι[ν])
(σημερ. μόνο στην Κρήτη) κοπάδι αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κουρά «κούρεμα» + -άδι(ον)
κατ' άλλους η λ. είναι ιταλ. προελεύσεως].