θαμβώ
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
Greek Monolingual
(I)
θαμβῶ, -έω (Α) θάμβος
1. κατέχομαι από θάμβος, εκπλήττομαι, μένω έκθαμβος («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», Ομ. Ιλ.)
2. εκπλήσσω κάποιον, κάνω κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τεθαμβημένος, -η, -ον
έκπληκτος, σαστισμένος.
(II)
-όω θαμβός
βλ. θαμπώνω.