ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
v. πως.
(I)κῶς, τὸ (Α)1. (συνηρ. τ.) βλ. κώας2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κῶεςοι φυλακισμένοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κῶος (Ι)].(II)κῶς, κως (Α)ιων. τ. βλ. πώς, πως.