καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(I)
η βουτώ
1. κατάδυση με το κεφάλι, βουτιά
2. αποπληξία
3. λαθροχειρία, κλοπή.
(II)
η βλ. βούτη.