βουτώ
From LSJ
ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
Greek Monolingual
(Μ βουτώ)
Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό
2. κάνω βουτιά, καταδύομαι
3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα
4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του
5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά
6. παίρνω κάτι με προθυμία
7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος γυναίκας
8. φυλακίζω
II. 1. βυθίζομαι σε υγρό, καταδύομαι
2. «βουτιέμαι με κάποιον» — συμπλέκομαι
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) βουτη(γ)μένος, -η, -ο
ο βυθισμένος σε κάτι, ο γεμάτος (α. «βουτηγμένος στον βούρκο» — ο ανήθικος
β. «βουτηγμένος στο χρυσάφι» — πάμπλουτος
γ. «βουτηγμένος στα χρέη» — καταχρεωμένος
δ. «βουτηγμένος στα μαύρα» — όποιος πενθεί βαριά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουτίζω < αρχ. βυθίζω ή βουτώ < αρχ. βυθώ (-άω)].