πρωτοτυπώ

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

-όω, Α
σχηματίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + τυπῶ «δίνω μορφή, σχηματίζω»].
πρωτοτυπῶ, -έω, ΝΜΑ
πρωτότυπος
νεοελλ.
εκφράζομαι ή εκδηλώνομαι με πρωτοτυπία, είμαι καινοτόμος, νεωτεριστής
αρχ.
(κυρίως στη γραμμ.) έχω τον πρώτο τύπο, την πρώτη μορφή, είμαι δηλ. ο πιο παλιός.