καθορμάω

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

German (Pape)

[Seite 1289] losbrechen, losstürzen, δραμεῖν καθορμᾷ ὁ ἵππος Mich. Psell. ep. (App. 52).

Greek (Liddell-Scott)

καθορμάω: ὁρμάω, δραμεῖν καθορμᾷ ὁ ἵππος Ἀνθ. Π. παράρτ. 52.

Greek Monotonic

καθορμάω: = ὁρμάω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καθορμάω: устремляться, бросаться Anth.

Middle Liddell

= ὁρμάω, Anth.]