βούλαρχος

Revision as of 12:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ὁ,

   A president of the senate, as at Thyateira, IGRom.4.1230; at Amorgos, IG12(7).287, cf.Milet.3.230, 7.70.    II adviser of a plan, A.Supp.11,970.

German (Pape)

[Seite 457] ὁ, der Erste im Rathe, Inscr. – Urheber des Rathes, Aesch. Suppl. 11. 948.

Greek (Liddell-Scott)

βούλαρχος: ὁ, ὁ πρόεδρος τῆς βουλῆς ἐν Θυατείρoiς, Συλλ. Ἐπιγρ. 3494· ἐν Ἀμοργῷ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. (προσθῆκ.) 277α. Ἴδε Λεξικὸν ἀθησ. λέξ. Κουμανούδ. ΙΙ. ὁ τὴν πρωτοβουλίαν ἔχων ἔν τινι σχεδίῳ, Λατ. auctor consilii, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 12, 969.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
auteur d’un avis ; postér. président du Sénat.
Étymologie: βουλή, ἄρχω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 consejero, mentor Δαναὸς ... πατὴρ καὶ βούλαρχος A.Supp.11, cf. 970.
2 presidente del senado local TAM 5.950.6 (Tiatira II d.C.), IEphesos 1061.4, 645.11, 928.4 (todas II d.C.), 1080A.2 (III d.C.), IG 12(7).271.11, 287.6 (Amorgos III d.C.), Didyma 84.11 (II d.C.), 156.7 (III d.C.), 278.4, Milet 1(3).121.3 (II/III d.C.), IPr.246.21 (III d.C.).

Greek Monolingual

βούλαρχος, ο (Α)
1. ο εισηγητής κάποιου σχεδίου στη Βουλή ή στον λαό
2. ο πρόεδρος της Βουλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλή + -αρχος].

Greek Monotonic

βούλαρχος: ὁ,
I. πρόεδρος της Βουλής.
II. εισηγητής ενός σχεδίου, Λατ. auctor consilii, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βούλαρχος: ὁ податель совета, вдохновитель Aesch.

Middle Liddell


I. chief of the senate.
II. adviser of a plan, Lat. auctor consilii, Aesch.