plan
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. γνώμη, ἡ, βουλή, ἡ, βούλευμα, τό, ἔννοια, ἡ (Plato), ἐπίνοια, ἡ, Ar. and P. διάνοια, ἡ; see also devise.
outline: P. ὑπογραφή, ἡ, τύπος, ὁ, περιγραφή, ἡ.
way, method: P. and V. τρόπος, ὁ.
verb transitive or absolute
P. also V. βουλεύειν, νοεῖν, ἐννοεῖν, Ar. and P. διανοεῖσθαι, ἐπινοεῖν.
contrive: P. and V. συντιθέναι, μηχανᾶσθαι, τεχνᾶσθαι, τεκταίνεσθαι, πορίζειν, ἐκπορίζειν; see contrive.
German > Latin
[2] plan, planus (eig. u. uneig.). – apertus (uneig., deutlich, verständlich; beide z.B. narratio). – Adv. (uneig.) plane; aperte; plane atque aperte (z.B. reden, dicere).
Spanish > Greek
ἐγχείρημα, διαγραφή, διάνοια, ἐνθύμημα, βούλημα, ἀρχιτεκτόνημα, ἐνθύμησις