προσσφάζω

Revision as of 15:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A slay at, Ὁρτήσιον τῷ μνήματι Plu.Brut.28.

Greek (Liddell-Scott)

προσσφάζω: ἢ -ττω, σφάζω ἐπάνω εἴς τι, λαβὼν (Ὁρτήσιον) τῷ μνήματι τοῦ ἀδελφοῦ προσέσφαξε Πλουτ. Βροῦτ. 28.

Greek Monolingual

και προσσφάττω Α
σφάζω κάποιον ή κάτι πάνω σε κάτι ή μπροστά στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῡ ἀδελφοῡ προσέσφαξε», Πλούτ.).

Greek Monotonic

προσσφάζω: ή -ττω, σφάζω επάνω σε, με δοτ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προσσφάζω: атт. προσσφάττω закалывать (τινὰ τῷ μνήματί τινος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-σφάζω ook nog slachten.

Middle Liddell

or -ττω
to slay at a place, c. dat., Plut.