χρυσίτης

Revision as of 15:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, mostly in fem. χρυσῖτις, ιδος,

   A like gold, containing gold, ηάμμος χρυσῖτις Hdt.3.102, Str.3.2.8; λίθος IG22.1424a.254; χ. σποδός a yellow powder used for the eyes, Hp.Mul. 1.103; χ. γῆ Gal.12.184; χρυσῖτις alone, a form of λιθάργυρος, Dsc. 5.87.    II ἡ χ. gold-dust or ore, Plu.2.526b.    2 touchstone, lapis Lydins, Poll.7.102.    3 = χρυσοκόμη, Dsc.4.55.

German (Pape)

[Seite 1380] ὁ, fem. χρυσῖτις, goldartig, goldhaltig, ψάμμος Her. 3, 102, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ θηλ., χρυσῖτης, ιδος, ὅμοιος χρυσῷ, περιέχων χρυσόν, ψάμμος χρυσῖτις Ἡρόδ. 3. 102, Στράβ. 146· χρ. σποδός, κιτρίνη τις κόνις χρησιμεύουσα εἰς θεραπείαν τῶν ὀφθαλμῶν, Foës. Oec. Hipp. II. ἡ χρ., χῶμα περιέχον χρυσόν, γῆ μεταλλικὴ περιέχουσα χρυσόν, Πλούτ. 2. 526Α. 2) ἡ δοκιμαστικὴ ἢ λυδία λίθος, lapis Ludius, Πολυδ. Ζ΄, 102. 3) χρυσοκόμη, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1· = ἀείζωον τὸ μέγα, Διοσκ. 88 (89) ἐκ τῶν Νόθων.

Spanish

dorado

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. ως επίθ. αυτός που περιέχει χρυσό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χρυσίτης
εἶδος λίθου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ίτης].

Greek Monotonic

χρῡσίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. χρυσῖτις, -ιδος, όπως το χρυσός, αυτός που περιέχει χρυσό, ψάμμος χρυσῖτις, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χρῡσί¯της, ου, ὁ,
like gold, containing gold, ψάμμος χρυσῖτις Hdt.