ἀξιοκοινώνητος

Revision as of 16:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A worthy of our society, Pl.R.371e; worthy to share in, τοῦ συλλόγου Lg.961a.

German (Pape)

[Seite 269] des Umgangs werth; werth, zur Theilnahme zugelassen zu werden, Plat. Re P. II, 371 e Legg. XII, 961 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοκοινώνητος: -ον, ὁ ἄξιος τῆς κοινωνίας, τινὸς Πλάτ. Πολ. 371Ε, Νόμ. 961Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être fréquenté.
Étymologie: ἄξιος, κοινωνέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 digno de la comunidad, ἄλλοι διάκονοι Pl.R.371e.
2 digno de participar en τοῦ συλλόγου Pl.Lg.961a.

Greek Monolingual

ἀξιοκοινώνητος, -ον (Α)
όποιος είναι άξιος να συμμετέχει σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀξιοκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), άξιος της παρέας κάποιου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιοκοινώνητος: 1) достойный общения (διάκονοι Plat.);
2) достойный участвовать (τοῦ ξυλλόγου Plat.).

Middle Liddell

κοινωνέω
worthy of one's society, Plat.