mix
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. μιγνύναι, συμμιγνύναι, ἀναμιγνύναι, κεραννύναι, συγκεραννύναι, Ar. and P. ἀνακεραννύναι. Confound: P. and V. φύρειν ( Plat.), συγχεῖν, κυκᾶν (Plat.), Ar. and P. συγκυκᾶν (Plat.). The draught is mixed: V. ἀνακίρναται ποτόν (Soph., Frag.). Mixed with, defiled with: P. and V. πεφυρμένος (dat.) (Xen.), συμπεφυρμένος (dat.) (Plat.), V. ἀναπεφυρμένος (dat ). Mix in: P. ἐγκεραννύναι. Mix up: Ar. and P. καταμιγνύναι. Confuse: P. and V. συγχεῖν. V. intrans. Coincide: P. and V. συμπίπτειν, V. συμπίτνειν. Mix with, have intercourse with: P. and V. συμμίγνυσθαι (dat.), P. ἐπιμιγνύναι (or pass.) (dat.). Ar. and P. συμμιγνύναι (dat.); see under intercourse. Mix with (a crowd): P. and V. ἀναμίγνυσθαι (dat.).