ἀττέλαβος

Revision as of 20:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

Ion. ἀττέλ-εβος (both forms in LXX Na.3.17 codd.), ὁ,

   A locust, Hdt.4.172, Arist.HA550b32, 556a8, Thphr.Fr.174.3, Plu.2.636e:— also ἀττελάβη· ἀκρίδας, Hsch.

German (Pape)

[Seite 390] ὁ, eine ungeflügelte Heuschreckenart, Lucill. 69 (XI, 265).

Greek (Liddell-Scott)

ἀττέλαβος: Ἰων. -εβος, ὁ, εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, Ἡρόδ. 4. 172, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 29., 5. 30, 4, «ἀττέλαβος· ἀκρὶς μικρά· καὶ εἶδος κνωδάλου, ζώου μικροῦ καὶ λεπτοῦ» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de sauterelle (sans ailes LSJ), insecte.
Étymologie: DELG emprunt.

Greek Monolingual

ο (Α ἀττέλαβος, -λεβος)
μικρό σκαθάρι του οποίου το θηλυκό περιτυλίγει σε σχήμα τσιγάρου τα φύλλα της βαλανιδιάς και του αμπελιού για ν' αποθέσει τα αβγά του, κν. τσιγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. που άλλοι θεωρούν σημιτικής και άλλοι αιγυπτιακής προελεύσεως].

Greek Monotonic

ἀττέλαβος: Ιων. -εβος, ὁ, είδος ακρίδας χωρίς φτερά, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀττέλᾰβος: ион. ἀττέλεβος ὁ зоол. аттелаб (бескрылый вид саранчи) Her., Arst., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: edible locust (Hdt.).
Other forms: ἀττέλεβος (LXX), cf. ἀττελεβόφθαλμος (Eub.); also Thess. PN ᾽Αττελεβει[ος], ἀτ(τ)ελεβαία Masson, Mus. Helv. 43 (1986) = OGS II, 486. ἀττελὰβη· ἀκρίδας H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Semitic etymology by Lewy Fremdw. 17 n. 1. Strömberg Wortstudien 16 reckons with Egyptian origin. Clearly a substr. word (note -βος).

Middle Liddell

[deriv. unkown]
a kind of locust without wings, Hdt.