γραμματοκύφων

Revision as of 20:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

[ῡ], ωνος, nickname of a γραμματεύς,

   A porer over records, D.18.209, Ph.2.536: pl., ib.520.

German (Pape)

[Seite 504] ωνος, ὁ, bei Dem. 17, 209 Schmähwort, für γραμματεύς, Aktenhocker.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοκύφων: [ῡ], ωνος, σκωπτικὸν ὄνομα γραμματέως, ὁ κύπτων ἢ κεκυφὼς ὑπεράνω τῶν ἐγγράφων, Δημ. 297. 22, Φίλων 2. 536.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
misérable scribe litt. courbé sur son écriture.
Étymologie: γράμμα, κύπτω.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
encorvado sobre las letras peyor. de un γραμματεύς D.18.209, Ph.2.536.

Greek Monolingual

γραμματοκύφων (-ωνος), ο (Α)
(ειρωνικά για τον γραμματέα) αυτός που σκύβει πάνω από έγγραφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + κύφων.

Greek Monotonic

γραμμᾰτοκύφων: [ῡ], -ωνος, ὁ, παρατσούκλι του γραμματεύς, αυτός που σκύβει πάνω από έγγραφα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτοκύφων: ωνος (ῡ) ὁ презр. корпящий над бумагами, жалкий писец, бумагомаратель Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματοκύφων -ωνος, ὁ γράμμα, κύπτω ongunstig pennenlikker. Dem. 18.209.

Middle Liddell


nickname of a γραμματεύς, a porer over records, Dem.