διασήπομαι

Revision as of 21:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Greek (Liddell-Scott)

διασήπομαι: παθ. πρκμ. διασέσηπα, σήπομαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι. Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 7, 5, Λουκ. Πένθ. 18.

Greek Monotonic

διασήπομαι: Παθ., με παρακ. διασέσηπα, σήπομαι, αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διασήπομαι: (part. aor. 2 διασαπείς) прогнивать, сгнивать Luc., Plut.

Middle Liddell

perf. διασέσηπα
to putrefy, decay, Luc.