εἰργμοφύλαξ
From LSJ
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
geôlier.
Étymologie: εἱργμός, φύλαξ.
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ carcelero X.HG 5.4.8.
Greek Monotonic
εἰργμοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, δεσμοφύλακας, σε Ξεν.
Middle Liddell
a gaoler, Xen.
ακος (ὁ) :
geôlier.
Étymologie: εἱργμός, φύλαξ.
-ακος, ὁ carcelero X.HG 5.4.8.
εἰργμοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, δεσμοφύλακας, σε Ξεν.
a gaoler, Xen.