ἐκθηριόομαι

Revision as of 21:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθηριόομαι: παθ., γίνομαι ὅλως θηριώδης, ἐξαγριοῦμαι, Λατ. efferari, Εὐρ. Βάκχ. 1332, Φίλων 1. 430 - τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Τζέτζῃ (Ἱστ. 3. 948: «μήπως ἐκθηριώσωσιν ἐκείνους τῇ βαδίσει»).

Greek Monotonic

ἐκθηριόομαι: Παθ., γίνομαι ολοκληρωτικά θηρίο, εξαγριώνομαι, Λατ. efferari, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθηριόομαι: превращаться в дикого зверя, дичать Eur.

Middle Liddell


Pass. to become quite savage, Lat. efferari, Eur.