καλλίγαμος

Revision as of 23:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A of happy marriage, λέκτρα AP9.765 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1309] schön vermählt, λέκτρα Paul. Sil. 67 (IX, 765).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίγᾰμος: -ον, εὐτυχὴς ἐν τῷ γάμῳ, καλλιγάμοις λέκτροις Ἀνθ. Π. 9. 765.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’heureuse union.
Étymologie: καλός, γάμος.

Greek Monolingual

καλλίγαμος, -ον (Α)
ευτυχισμένος στον γάμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. έγ-γαμος, πολύ-γαμος].

Greek Monotonic

καλλίγᾰμος: -ον, ευτυχισμένος μέσα στο γάμο του, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίγᾰμος: (ῐ) связанный счастливым браком (λέκτρα Anth.).

Middle Liddell

ᾶλλί-γᾰμος, ον
happy in marriage, Anth.