στράτευσις

Revision as of 01:12, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A expedition, like στρατεία, Hdt. 1.189, D.H.Th.38, Sm.Ps.59(60).12.

German (Pape)

[Seite 951] ἡ, Feldzug, Kriegsdienst, Her. 1, 189.

Greek (Liddell-Scott)

στράτευσις: ἡ, ἐκστρατεία, συνώνυμ. τῷ στρατεία, Ἡρόδ. 1. 189, Διον. Ἁλ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
expédition militaire.
Étymologie: στρατεύω.

Greek Monotonic

στράτευσις: ἡ (στρατεύω), εκστρατεία, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στράτευσις -εως, ἡ [στρατεύω] het ondernemen van een veldtocht; militaire expeditie.

Russian (Dvoretsky)

στράτευσις: εως (ᾰ) ἡ военный поход (ἐπὶ Βαβυλῶνα Her.).

Middle Liddell

στράτευσις, εως, στρατεύω
an expedition, Hdt.