ὑποκατακλίνομαι

Revision as of 02:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monotonic

ὑποκατακλίνομαι: [ῑ], Παθ., βρίσκομαι κάτω από την εξουσία κάποιου, υποκύπτω, παραδίδομαι, ενδίδω, υποχωρώ, τινι, σε κάποιον, σε Πλάτ.· απόλ., ενδίδω, παραδίδομαι, σε Δημ.

Middle Liddell


Pass. to lie down under, to submit, yield, τινι to one, Plat.:—absol. to give in, Dem.