Χαλκιδικός

From LSJ
Revision as of 02:38, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source

Greek (Liddell-Scott)

Χαλκῐδικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τῆς Χαλκίδος (τῆς ἐν Εὐβοίᾳ ἢ τῆς ἐπὶ Θρᾴκῃ), Ἡρόδ. 7. 185· τουτὶ τί δρᾷ τὸ Χαλκιδικὸν ποτήριον; Ἀριστοφ. Ἱππ. 237· ― ἐκ τοῦ προϊόντος τῶν μεταλλείων τῆς ἐν Εὐβοίᾳ Χαλκίδος κατεσκευάζοντο σκεύη καὶ ὅπλα, Böckh. C. Ι. 1. σ. 191. ΙΙ. χαλκιδική. ἡ, = χαλκὶς ΙΙ, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328D. 2) = χαλκὶς ΙΙΙ, σὴψ ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Chalcis, de la Chalcidique;
ἡ Χαλκιδική (χώρα) le territoire de Chalcis ou de Chalcidique.
Étymologie: Χαλκιδεύς.

Greek Monotonic

Χαλκῐδικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Χαλκιδικός: халкидский Her., Thuc., Arph.

Middle Liddell

Χαλκῐδικός, ή, όν
of or from Chalcis, Hdt., Ar.