μουσόομαι

Revision as of 04:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

μουσόομαι: Παθ., ἀνατρέφομαι ἐμμούσως ὡς ἁρμόζει εἰς λάτριν τῶν Μουσῶν, εἶμαι πεπαιδευμένος, ἔμμουσος, οὐ μεμούσωμαι κακῶς Ἀριστοφ. Λυσ. 1127· πολυγράμματος ὤν καὶ μεμουσωμένος Πλούτ. 2. 1121F· ἐντεῦθεν ὁ Πλούτ. (ἐν βίῳ Περικλ. 5) λέγει ὅτι ὁ ποιητὴς Ἴων: ἐπαινεῖ δὲ τὸ Κίμωνος ἐμμελὲς καὶ ὑγρὸν καὶ μεμουσωμένον ἐν ταῖς περιφοραῖς, τὸν εὔκολον δηλ. καὶ εὐγενῆ αὐτοῦ τρόπον· - ἐπὶ Ἰνδικοῦ τινος ὀρνέου, καὶ μουσωθὲν ἀνθρώπου φωνήν, διδαχθὲν νὰ μιμῆται φωνὴν ἀνθρώπου, Αἰλ. π. Ζ. 16. 3. ΙΙ. ἁρμόζομαι πρὸς μουσικήν, τονίζομαι, τὰ δι’ ᾠδῆς... μουσωθέντα κρούματα Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40· - ἠχῶ μουσικῶς, Φιλόστρ. 713.

Greek Monotonic

μουσόομαι: Παθ., εκπαιδεύομαι όπως αρμόζει σε φίλο των Μουσών, λαμβάνω εκπαίδευση ή παιδεία, εκπαιδεύομαι στα γράμματα, σε Αριστοφ., Περίκλ.

Middle Liddell

μουσόομαι,
Pass. to be trained in the ways of the Muses, to be educated or accomplished, Ar., Pericl.