Greek (Liddell-Scott)
βέῃ: ἴδε ἐν λ. βέομαι.
English (Autenrieth)
see βέομαι.
Spanish (DGE)
v. βέομαι.
Greek Monotonic
βέῃ: βλ. βέομαι.
Russian (Dvoretsky)
βέῃ: эп. 2 л. sing. praes. - fut. к βέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βέῃ zie βέομαι, βιόω, ζήω.