Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
γίγνομαι, κυρέω, πίπτω, συγκυρέω, συμβαίνω, συμπίπτω, συμφέρω, συναντάω, συντυγχάνω, τυγχάνω