medewerker
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Dutch > Greek
συλλήπτωρ, συμ-πράκτωρ, συνδημιουργός, συνεπιμελητής, συνεργάτης, συνεργός, συνέριθος
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
συλλήπτωρ, συμ-πράκτωρ, συνδημιουργός, συνεπιμελητής, συνεργάτης, συνεργός, συνέριθος