ὀρρώδης

From LSJ
Revision as of 12:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρρώδης Medium diacritics: ὀρρώδης Low diacritics: ορρώδης Capitals: ΟΡΡΩΔΗΣ
Transliteration A: orrṓdēs Transliteration B: orrōdēs Transliteration C: orrodis Beta Code: o)rrw/dhs

English (LSJ)

ες

   A, (ὄρρος) pertaining to the rump, Hp.Acut.(Sp.)37, cf. Gal.19.127.    II false spelling of ὀρώδης 11 (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρρώδης: -ες, (ὀρρός, εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὀρρόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 7, Γαλην. ΙΙ. (ὄρρος Β) = οὐρώδης, Γαλην.

Greek Monolingual

(I)
ὀρρώδης, -ῶδες (Α) όρρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.
(II)
-ες, (ΑΜ ὀρρώδης, -ῶδες)
βλ. ορώδης (Ι).