Κυλλύριοι
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
οἱ,
A = Κιλλικύριοι (nisi hoc legend.), Hdt.7.155.
Greek (Liddell-Scott)
Κυλλύριοι: οἱ, ἴδε Κιλλικύριοι.
Russian (Dvoretsky)
Κυλλύριοι: οἱ Her. = Κιλλικύριοι.