Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
-ο
1. αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα
2. το αρσ. ως ουσ. ο αεροδόχος
α) άνοιγμα, μέσα από το οποίο περνά ο αέρας
β) ο υποδοχέας του αέρα στον αεραγωγό
γ) (Μουσ.) (βλ. αεροθάλαμος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + -δόχος < δέχομαι.