μονωδός
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
Greek Monolingual
-ό (ΑΜ μονῳδός, -όν)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός
αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο.
επίρρ...
μονῳδῶς (Μ)
σαν μονωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ῳδός (< ᾠδή, πρβλ. κιθαρ-ωδός].